- ξεμπράτσωμα
- τό1) обнажение, оголение рук (от плеча до кисти); 2) засучивание рукавов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεμπράτσωμα — το [ξεμπρατσώνομαι] το αποτέλεσμα τού ξεμπρατσώνομαι, ξεμανίκωμα, ανασκούμπωμα … Dictionary of Greek
ξεμπράτσωμα — το, ατος το ξεγύμνωμα των μπράτσων, αλλ. ανασκούμπωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)